αμεσίτευτος

αμεσίτευτος
η , ο [ος , ον ], αμεσολάβητος, ος , ον совершённый без посредника

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμεσίτευτος" в других словарях:

  • αμεσίτευτος — η, ο (Μ ἀμεσίτευτος, ον) [μεσιτεύω] (για συμβάσεις ή συμφωνίες) ο δίχως μεσίτη ή μεσιτεία, αυτός που γίνεται δίχως να παρεμβληθούν μεσάζοντες …   Dictionary of Greek

  • αμεσίτευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που έγινε χωρίς μεσίτη: Αγόρασα το διαμέρισμα αμεσίτευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»